Κυριακή 11 Δεκεμβρίου 2011

Φωνάζει ο κλέφτης


Φωνάζει ο κλέφτης για να φοβηθεί ο νοικοκύρης» θυμάμαι την παροιμία και γελάω. Σε τούτη την λαίλαπα (βλέπω πολλά δελτία ειδήσεων, να θυμηθώ να το κόψω), έμειναν όρθιες οι δημώδεις φράσεις. Κάτι είναι κι αυτό. Πλέον φωνάζουν όλοι. Οι κλέφτες, οι ψεύτες, οι απατεώνες, οι μέχρι πρότινος ...

ωχαδελφιστές, οι παρτάκηδες, τα λαμόγια μικρά και μεγάλα, οι νοικοκυραίοι, οι δημόσιοι υπάλληλοι και αυτοί του ιδιωτικού τομέα, οι υψηλόμισθοι, οι χαμηλόμισθοι, οι συνταξιούχοι των σαρανταοκτώ ετών, ξέρεις ποιους λέω κάτι μάγκες που εκμεταλλεύτηκαν ό,τι παράθυρο και πόρτα βγήκαν, οι συνταξιούχοι των εβδομηνταπέντε χρόνων που παίζουν στα ζάρια αν θα την βγάλουν αυτόν τον χειμώνα, οι πολιτικοί, οι σύμβουλοί τους, γραμματείς και φαρισαίοι ων ουκ έστιν αριθμός.

Όλοι φωνάζουν. Σε όλους. Προς όλες τις κατευθύνσεις. Και όποιον πάρουν τα σκάγια. Οι οπαδοί βρίζουν τους αντίπαλους οπαδούς, ο δικός σου φταίει για τα χάλια μας, ο δικός μας πήρε καμμένη γη, στάχτη και μπούρμπερη, οι δικοί μας έφαγαν λιγότερο, εσείς φάγατε με χρυσά κουτάλια και πάει λέγοντας. Όλοι ψάχνουν το άλλοθι που θα ενδυναμώσει την φωνή τους. Και το βρίσκουν. Και φωνάζουν. Δημιουργώντας μια κακοφωνία που δεν έχει τελειωμό. Τι να απαντήσεις σε τούτο τον ορυμαγδό; Τι να προτάξεις; Μαζεύομαι στη γωνιά μου και παρατηρώ. Δεν έχω διάθεση ούτε να αντιπαρατεθώ πια. Να πω τι; Εσείς τα φάγατε; Μαζί τα φάγατε; Εγώ δεν τα έφαγα, γιατί ζητάς λογαριασμό από μένα; Εσύ που φιλούσες τον κώλο του πονηρού πολιτευτή και πουλούσες ψήφους με ποιο δικαίωμα φωνάζεις για την πατρίδα σου που τώρα καταστρέφεται;

Δεν την θέλω την πατρίδα σου ρε. Δε θέλω να έχω τέτοια πατρίδα. Δε θέλω να ανήκω σε αυτό το σώμα που έκλανε και ρευόταν πάνω στα επιχρυσωμένα σκατά που το τάιζαν και τώρα ουρλιάζει καθώς του καίνε την υπερτιμημένη βρώμικη γούνα που του πούλησαν για αδαμάντινη περιβολή. Ντρέπομαι που γεννήθηκα σε τούτη την χώρα. Ντρέπομαι που είμαι νεοέλληνας. Ντρέπομαι που για να βρω κάτι που θα με κάνει περήφανη πρέπει να γυρίσω πίσω, πολύ πίσω και να σκαλίσω ξανά σε γραμμική β μπας και βρω κάποιον να συνεννοηθώ. Δε θέλω να είμαι περήφανη, δε θέλω να μασήσω το χάπι, ζαχαρωμένο είναι κι αυτό ρε άνθρωπε δεν το βλέπεις, του περήφανου λαού που τον κυνηγούν, τον γονατίζουν διότι είναι διαφορετικός και περιούσιος αλλά πάντα τα καταφέρνει.

Δε θέλω να κυλήσουν δάκρυα περηφάνιας που θα κάψουν τις τύψεις μου. Δεν έχω τύψεις. Ούτε περηφάνια έχω. Ούτε μετανιώνω. Καθόλου. Ένα μόνο γυρνάει στο μυαλό μου συνεχώς. Ίσως είναι το μόνο για το οποίο μετανιώνω: που δεν έκλεψα, δεν είπα ψέμματα, δεν συμμετείχα σε διαγωνισμούς του δημοσίου, δεν έδωσα λεφτά κάτω από το τραπέζι, δεν μιζάρισα, δεν είχα διπλά βιβλία. Δούλευα ο μαλάκας, δούλευα. Μερόνυχτα δούλευα, χωρίς σταματημό. Ο μαλάκας. Και τώρα δεν έχω πια φωνή. Ούτε σάλιο δεν έχω. Για να φτύσω με δύναμη μέσα στα στόματα όσων φωνάζουν σήμερα ενώ χτες λούφαζαν πάνω στις κλεμμένες τους δάφνες, στις καρέκλες τις στρωμένες με τόνους σάλιου και λαδωμένων συνειδήσεων.

Δεν με νοιάζει αν ο λόγος μου είναι διχαστικός. Δεν είμαστε ίδιοι, δεν είμαστε ένα. Σήμερα φωνάζεις και μουτζώνεις. Αύριο θα αρπάξεις την σημαία όποιου σου υποσχεθεί ότι θα σου δώσει ένα κομμάτι κρέας μέσα στις φακές σου. Σκάσε και κλάσε. Βαρέθηκα τις φωνές σου. Βαρέθηκα το δικαίωμά σου να είσαι ό,τι είμαι. Δεν είμαστε ίδιοι εγώ κι εσύ. Χρόνια σε ανέχομαι. Να με εκβιάζεις, να με παραπλανείς, να με καθυστερείς, να με τραβολογάς από όροφο σε όροφο, από γραφείο σε γραφείο, από υπηρεσία σε υπηρεσία. Χρόνια σε ανέχομαι. Να με λοιδωρείς, να με κοροϊδεύεις για τον κουβά που έχω γι’ αυτοκίνητο ενώ εσύ έχεις μερτσέντα, να κρυφογελάς όταν ξυπνούσα αξημέρωτα Κυριακάτικα για να πάω να δουλέψω ενώ εσύ έκανες μπάρμπεκια στο αυθαίρετο εξοχικό σου. Χρόνια σε ανέχομαι. Να μου πετάς τα βρώμικα νερά σου από τον στεγασμένο σου ημιυπαίθριο στο μπαλκονάκι μου των εξήντα εκατοστών, να γελάς κάτω από τις μουστάκες σου καθώς μου έπαιρνες την σειρά στην τράπεζα, με έσπρωχνες στο φανάρι και πετούσες τα σκουπίδια έξω από τον κάδο γιατί βιαζόσουν να πας στο γήπεδο.

Χρόνια σε ανέχομαι. Να πετάς τα κονσερβοκούτια σου στις παραλίες, να απλώνεις τα ουρλιαχτά σου στις κούνιες, Λαλάκη μη βάζεις χώμα στο στόμα σου (που σκατά να φας Λαλάκη να ησυχάσουμε από σένα και την υστερική τη μάνα σου), να κάνεις δώρα στη δασκάλα για να προσέξει το βλαστάρι σου, να μου κουνάς τις τσάντες από τα πολυκαταστήματα με τα επώνυμα ρούχα που εγώ δεν έχω τη δυνατότητα να αγοράσω, να γεμίζεις τον υπολογιστή της δουλειάς σου με τις φωτογραφίες από τις πρόσφατες διακοπές σου στο Ντουμπάι, να βρίζεις πίσω από την ίδια σου πλάτη καθετί διαφορετικό, παράξενο, ανομοιόμορφο.

Χρόνια σε ανέχομαι. Και δεν μιλάω γιατί σε χρειάζομαι. Για να νιώθω ότι ανήκω κάπου. Για να μην είμαι μόνη. Αλλά δεν αντέχω άλλο. Εσένα και τις κραυγές σου. Την απόγνωσή σου για τους μισθούς που σου έκοψαν. Δεν τους δούλεψες ρε μεγάλε τους μισθούς. Ούτε τα επιδόματα τα δούλεψες. Και χέστηκα αν σου τα έκοψαν. Ο εργάτης έχει δίκιο όταν δουλεύει για το ψωμί του. Και δουλειά δεν είναι το γλείψιμο και το σκύψιμο εξ επαγγέλματος. Δεν είμαστε ίδιοι μ’ ακούς;

Καμιά κρίση, κανένα αδιέξοδο δεν συγκρίνεται με την αδειανοσύνη της ύπαρξής σου. Το μόνο που με ενοχλεί είναι που η φωνή σου ακούγεται πάνω από την δική μου. Τόσα χρόνια έκανες εξάσκηση στις κραυγές. Σίγουρα φωνάζεις πιο πολύ από μένα. Εγώ ένα όπλο έχω μόνο, τη σιωπή μου. Εκείνη τη σιωπή που τυλίγει την ματιά μου όταν σε κοιτάω. Και είμαι σίγουρη ότι βαθιά μέσα σου ξέρεις, όσο κι αν φωνάζεις, όσο κι αν κοκκινίζεις, όσο κι αν καμώνεσαι μπροστά στις κάμερες, όσα κι αν γράφεις στους εικονικούς τοίχους, ξέρεις σου λέω, ξέρεις ποιος είναι ο κλέφτης, ποιος ο ψεύτης και ποιος ο μαλάκας.


amelielaw.wordpress.com


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου